- εὔοικτος
- εὔοικτος, ον,A compassionate,
αὐτοκράτωρ D.C.69.20
(-εικτος Zonar.
; fort. εὔθικτος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοκράτωρ D.C.69.20
(-εικτος Zonar.
; fort. εὔθικτος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύοικτος — εὔοικτος, ον (Α) ευσπλαγχνικός («εὔοικτος αὐτοκράτωρ», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκτος] … Dictionary of Greek